- επωαστήριο
- το1. ο τόπος όπου γίνεται η επώαση, η φωλιά, η κλωσοφωλιά.2. η επωαστική μηχανή, το εκκολαπτήριο, η εκκολαπτική μηχανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επωαστήριο — το [επωάζω] 1. τόπος όπου γίνεται η επώαση 2. η επωαστική μηχανή … Dictionary of Greek